Monday, October 31, 2011

The rock and the wave. Ο βράχος και το κύμα.

There is no way we can restrict water for ever. Naturally or artificially, it will find a way to escape. It will eat away the rock slowly and escape. It will create lakes, steams rivers, waterfalls. The waves of the sea is water in motion. Its force is shaping the coastlines, by eating them slowly, grinding the rocks to sand and eating away the soil.
I have tried to translate for you the poem "The rock and the wave" by the distinguished Greek poet Aristotle Valaoritis. (1824-1879). He says it all. I do not know if I have made a decent job translating the poem but please, bear with me.

The rock and the wave.

Move to the side rock and let me pass!”. The brave wave,
blurred, bluish,says to the rock of the seashore.
Move to the side, in my chest which was dead and cold
a black northern wind has found refuge, and a black storm.

I do not have froth for armor, hollow roar for mayhem
I have rivers of blood, I have grown like a giant
by the curses of the people who had enough, who said now,
rock you will fall, your terrible time has come.

When I was coming, slowly, fearful, tattered,
and I was kissing and washing your feet like a slave,
you were looking down at me proudly and you were calling the world
to see the contempt of my froth.

Meanwhile, secretly, while I was kissing you,
day and night I was digging and biting your flesh
and the wound I was opening, the pit I was digging
I was covering with seaweed and hiding it in the sand.

Look down to see your roots on the sea bed
I wave eaten out your foundations, I have made you a hollow stone
Move to the side rock and let me pass! The leg of the slave
Will tread on your neck. I woke up a lion.”

The rock was sleeping. Hiding in the mist
looks like unconscious, dead, shrouded.
Its temple covered with wrinkles, was illuminated
by the pale moon's half lit rays.
All around it, dreams and curses are flying,
and in the whirlwind, ghosts are sailing,
like vultures flying noisily
when they smell the stench of a dead body.

The rock heard a thousand times in the air
the roar of the wave, the unmerciful threat
and answers back with a tremendous roar without even waking up
and is shuddering like it is going to give up.

Wave, what do you want from me and why are you threatening me?
Who are you who dare, instead of cooling me off,
instead of sweetening my dreams with your songs,
and wash my heel with your cool waters,
are standing in front of me, dreadful, crowned with froth?
Whoever you are, learn this : I am not dying easily!”

Rock, they call me Revenge. Time has watered me
with bile and contempt. I have grown up with pain.
I was a tear once, now look at me,
I am a vast sea. Kneel down and worship me.
In here, in my chest, as you can see, I do not have seaweed.
I am carrying a cloud of souls, a desert and a conviction.
Wake up now. The trails of death are looking for you.
You made me a wooden bed. You laded me with carcasses.
You have thrown me to foreign seashores.. Many have laughed and scorned me
while I was dying out and my steps were secretly poisoned with charity.
Move to the side rock and let me pass! The calmness is over.
I am the purgatory, I am your merciless enemy,
I am standing in front of you like a giant!”

The rock became speechless. The wave in its momentum
drowned its hollow body at once.
It is lost in the abyss, it is frayed, burning out, melting
as if it was made of snow.

The wild sea is groaning over it for a little while
then it calmed. Now, at the place where the ghost was
there is only the wave, blue and white
playing over the tomb.

Aristotle Valaoritis Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Δεν είναι εύκολο να τιθασεύσης το νερό. Όπου και να προσπαθήσεις να το περιορίσεις στην φύση η τεχνητά, κάποια στιγμή θα ξεφύγεις. Θα διαβρώσει τα φράγματα, τους βράχους και θα δημιουργήσει λίμνες, ρυάκια, ποτάμια και καταρράκτες. Στη θάλασσα πάλι τα κύματα διαμορφώνουν και σχηματίζουν τις ακτές τρώγοντας τους βράχους και το έδαφος.
Αντί για άλλα λόγια λέω να ξαναθυμηθούμε το ποίημα "Ο βράχος και το κύμα" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. (1824-1879). Είναι νομίζω περισσότερο από ποτέ άλλοτε επίκαιρο.

Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»
Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»
«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

Sunday, October 30, 2011

Changes. Αλλαγές

Things are changing.Every year, every day, every minute. Nothing is the same as it used to be a while ago. Nature is changing its colors. The green dress of the trees and the woods is changing to more shades of green and red. The wide river is becoming narrower downstream, where, at places one can touch the rocks at both sides of the river if you extend your arms. They have changed the time of the day again this morning. And they are trying to force us change our ways of living. Nothing is the same again. Nothing is as it used to be.
I also decided to change a few things here, in my blog. Not many things actually. Just thought to give it a try as a no-comment blog. You are welcome to visit and see my photographs, read the accompanying text if you want, but you dont have to leave any comment.
You must remember, you are all my friends and I am honored and glad we are all in this blogging world and will be glad if you feel like sending a word or two with your news, using the link to my e-mail which you can find in my profile. I will continue to visit your blogs and see your photographs or read your thoughts and leave you a comment when I have the time. Wish you all the best.
Costas.
Τα πράγματα αλλάζουν. Κάθε χρόνο, κάθε μέρα, κάθε λεπτό. Τίποτα δεν περαμένει όπως ήταν, όπως το ξέραμε μέχρι πριν από λίγο. Η φύση αλλάζει τα χρώματά της αυτήν την εποχή. Τα πράσινα φορέματα του δάσους, γίνονται πούχρωμα, αποκτούν περισσότερες αποχρώσεις. Ο ποταμός που ήταν παλτύς λίγο ψηλώτερα, στενεύει παρακάτω, και αν απλώσεις τα χέρια σου, μπρορείς ν' αγγίξεις ταυτόχρονα τα βράχια και στις δυό όχθες. Αλλάζουμε και εμείς οι ίδιοι. Μέρα με τη μέρα. Μας άλλαξαν και την ώρα σήμερα το πρωί. Και μας αλλάζουν και τις ζωές μας. Τον τρόπο που μάθαμα να ζούμε. Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Τίποτα δεν μένει όπως το ξέραμε.
Αποφάσισα να κάνω κι εγώ μερικές αλλαγές εδώ στο blog μου. Όχι κάτι το σημαντικό. Αλλά σκέφτηκα να δοκιμάσω πως θάναι χωρίς σχόλια. Χωρίς να είστε υποχρεωμένοι να μου γράφετε την γνώμη σας. Πάντα είστε ευπρόσδεκτοι να μ' επεισκέφτεστε, να βλέπετε τις φωτογραφίες που αναρτώ και να διαβάζετε , αν θέλετε και το κείμενο που θα τις συνοδεύει.
Να θυμάστε, πως πάντα θάστε οι φίλοι μου, πως θεωρώ τιμή μου και χαρά μου που σας γνώρισα όλους από εδώ και με δεχτήκατε στην παρέα σας. Που είναι υπέροχη . Και πάντα θα με γεμίζει χαρά όταν θα μαθαίνω νέα σας ή θα λαβαίνω νέα σας όταν χρησιμοποιείτε τον σύνδεσμο του e-mail στο προφίλ μου.
Θα συνεχίσω να επισκέφτομαι τις σελίδες σας, να βλέπω τις φωτογραφίες σας και να διαβάζω τις σκέψεις σας. Και να σας αφίνω που και που κανένα σχόλιο όταν θα έχω χρόνο. Δεν θα χαθούμε.
Ευχομαι σ' όλους σας το καλύτερο.
Κωστής.
The photographs of this post and the banner are from the small river and the bridge "Portitsa" (Small Gate) near the village Spilaio (Cave), at Grevena, Greece.
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης και η κεντρική φωτογραφία είναι από τον ποταμό και την Γέφυρα "Πορτίτσα", κάτω από το χωριό Σπήλαιο του νομού Γρεβενων.

Tuesday, October 25, 2011

Last of the summer. First of autumn.

It is about time to collect the last of the summer vegetables. And enjoy the juices of the autumn fruit.
And hide the light summer clothes and  get out the heavier, for the colder weather.
Καιρός να μαζέψουμε τα τελευταία απομεινάρια του καλοκαιριού και να γευτούμε τους χυμούς του φθινοπώρου. Να κρύψουμε στις ντουλάπες τα καλοκαιρινά και να ξεθάψουμε τα πιο χοντρά ρούχα για τον χειμώνα που έρχεται. Και που μάλλον θάναι βαρύς φέτος.
Lotuses. Not yet ripe. Λωτοί. Ακόμη δεν είναι ώριμοι.
With this post I will leave you for a week or so. And I will be missing you all.
Μ' αυτήν την ανάρτηση σας αφίνω για καμμιά βδομάδα. Θα μου λείψετε όλοι.

Saturday, October 22, 2011

On the roots of Mt Pelion, near the sea. Στους πρόποδες του Πηλίου, κοντάστην θάλασσα.

It is always so peaceful and quiet.
Είναι πάντα τόσο όμορφα και ειρηνικά.

Friday, October 21, 2011

A drive around Pireaus. Μια βόλτα στον Πειραιά.

A month ago I had a visitor for a few days. A relative and friend who asked me to take him for a drive around the neighborhoods of Piraeus, Greece. He wanted to see places which are mentioned at old popular Greek songs. So we set off one afternoon. One of those places mentioned in a song (you can listen to it at the end of this post) is the neighborhood and the church of St. Nile. The church is being shown above. Then you can see the statue of the lion, guarding the entrance of the port, and another church of Madonna.
Εγώ δεν ήξερα πως υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Νείλου στον Πειραιά, κάπου εκεί στην Καλλίπολη κοντά στο Χατζηκυριάκειο. Αλλά είχα μουσαφίρη τον συγγενή και φίλο που τραγουδάει και παίζει και κιθάρα και έχει τρέλλα με τα παλιά ελληνικά τραγούδια και μ' έτρωγε να πάμε να την βρούμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν ένα απόγευμα και πιάσαμε την παραλιακή, πρίν την Καστέλλα, περάσαμε Τουρκολίμανο και Πασαλιμάνι, την Πειραική, και ανεβήκαμε στην Καλλίπολη. Εκεί βρήκαμε τον Άγιο Νείλο, μια πανέμορφη εκκλησία κοντά στο Χατζηκυριάκειο. Την βλέπετε στην πρώτη φωτογραφία. Είδαμε και το λιοντάρι του πειραιά που φυλάει την είσοδο του λιμανιού, και την εκκλησία της Παναγίας απέναντι. Στην συνέχεια είπαμε να ψάξουμε να βρούμε άλλα ακουστά μέρη του Πειραιά. Πάντα παίρνοντας την παραλιακή γύρω από το λιμάνι, περάσαμε από την Τρούμπα, που όπως είναι σήμερα δεν ενδείκνυται ούτε να διαννοηθείς να σταματήσεις, και φτάσαμε στην περιοχή του Αγίου Διονυσίου. Την περιοχή λίγο την θυμόμουν από πολύ παλια, γιατί όταν πρωτόρθα στην Αθήνα από την Κρήτη, η πρώτη δουλειά που κατάφερα να βρώ ήταν εκεί, στον ΟΛΠ, στην είσοδο του λιμανιού απέναντι στον Άγιο Διονύσιο. Εκεί δίπλα, πίσω από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, ήταν η περιοχή των "Βούρλων". Η περιοχή των χειρότερων οίκων ανοχής που υπήρξαν ποτέ. Από το 1880 περίπου ως το 1935. Μετά εκεί έγιναν εκεί οι φυλακές των Βούρλων επι δικτατορίας Μεταξά, και κράτησαν ως το 1955 που έγινε απο εκεί η μεγάλη απόδραση των πολιτικών κρατουμένων.
Καταργήθηκαν στην συνέχεια και κατεδαφίστηκαν. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα πια να θυμίζει εκείνα τα χρόνια. Ακόμη και όσοι μένουν εκεί γύρω σήμερα, δεν θυμούνται τίποτα. Μόνο αν πετύχεις κανένα ηλικιωμένο που να ζούσε εκεί από παλιά μπορεί να θυμάται κάτι.
Να θυμηθούμε ομως λίγο εμείς τις γειτονιές του Πειραιά, όμορφες ή άσχημες, με το τραγουδάκι του Μπαγιαντέρα, στο τέλος της ανάρτησης.

Thursday, October 20, 2011

No colors today. Όχι χρώματα σήμερα.

A few night photographs in black and white today. All taken at the old part of the town of Rethimnon, Crete. And the Acropolis of Athens in black and white also, for my banner.
Μερικές ασπρόμαυρες νυχτερινές φωτογραφίες από την παλιά πόλη του Ρεθύμνου. Και στην αρχική φωτογραφία, η Ακρόπολη την νύχτα που μας ξημερώνει.